Στίς ρωγμές της ψυχής σου στέρεψαν
οι σταλες του χρόνου…
Ένα μικρό κομμάτι από την μοίρα
λαχταρούσες…
Χάθηκες στο λαβύρινθο ενός καθρέφτη
ραγισμένου,
με πόρτες ερμητικά κλειστές…
Ματωσες τα νύχια σου…
Τις ποτισες με το αίμα της καρδιάς σου.
Ή ζωή σου έτρεχε πίσω από τις σκιές,
σε δρόμους άγονους και μπερδεμενους,
και το παράπονο σου ξεχείλιζε
την υδρορροη των δακρύων σου…
Σε γητευσε ο ζεστός ήλιος…
Σε ξεγέλασε με το κρυφτό του, πάνω
στον μουντό ουρανό της αναμονής…
Ανόητες ελπίδες που σκόρπισαν
στο βωμό των ψευδαισθήσεων…
Προσπαθείς να ανασανεις στη μέση του
πουθενά, ακροβατώντας στην
θολούρα του μυαλού σου…
Αφυλαχτη διάβαση ο νούς σου,
και εσύ ένα βαγόνι γεμάτο πόνο
που σέρνεται στις ράγες της ζωής…
Ένα ξέφωτο καρτερας να λάμψει,
στού σκοταδιού τον μανδύα…”